- κακοδαιμόνημα
- κακοδαιμόνημαoccupation of the region ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοδαιμόνημα — κακοδαιμόνημα, τὸ (Α) [κακοδαιμονώ (II)] 1. η κακοδαιμονία 2. το να βρίσκεται κάποιος υπό την επήρεια κακού δαίμονα … Dictionary of Greek
κακοδαιμονήματι — κακοδαιμόνημα occupation of the region of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονήματος — κακοδαιμόνημα occupation of the region of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)